- αλλούθε
- επίρρ. в другое место;
απ· αλλούθε — из другого места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απ· αλλούθε — из другого места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλούθε — επίρρ. τοπικό 1. για την προς κάποιο τόπο κίνηση: Τράβα αλλούθε. 2. για την από κάποιο τόπο κίνηση, οπότε συνοδεύεται και με την πρόθεση από: Το κακό μας ήρθε απ αλλούθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλούθε — επίρρ. 1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο 2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλού + επιρρ. κατάλ. θε (< αρχ. θεν)] … Dictionary of Greek
αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek